- μετεξεταστέος
- [мггэксэтастэос] επ. получивший переэкзаменовку,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μετεξεταστέος — α, ο ο μαθητής που υποχρεώνεται να εξεταστεί στην αρχή της επόμενης σχολικής χρονιάς σε μαθήματα που απέτυχε: Έμεινε μετεξεταστέος σε τρία μαθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετεξεταστέος — α, ο (ιδίως για μαθητές) ο υποχρεωμένος να δώσει πάλι στην αρχή τού νέου σχολικού έτους εξετάσεις σε ένα ή περισσότερα μαθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετεξετάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek